τετραμαίνω

τετραμαίνω
και δ. γρφ
τετρεμαίνω Α [τέτραμος]
τρέμω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταρμύσσω — Α φοβίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ τραμ ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή τής λ. σε αμάρτυρο τ. *ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • τετρεμαίνω — ΜΑ καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετραμαίνω* κατ επίδραση τού τρέμω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”